- φαρμακοβιομηχανικός
- -ή, -ό, Νο σχετικός με την φαρμακοβιομηχανία ή τον φαρμακοβιομήχανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρμακοβιομηχανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαρμακοβιομηχανία ή το φαρμακοβιομήχανο (βλ. λ.): Φαρμακοβιομηχανικές εγκαταστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)